- παρανοσφίζομαι
- παρανοσφίζομαι, [voice] Med.,A appropriate by stealth, Eust.754.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρανοσφίζομαι — Μ σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νοσφίζομαι «ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι»] … Dictionary of Greek
παρανοσφίζεσθαι — παρανοσφίζομαι appropriate by stealth pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)